μεσημεριάτης

μεσημεριάτης
ο
ο ήλιος τού μεσημεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημέρι + κατάλ. -άτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξώσαρκος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται στην επιφάνεια τού δέρματος, εξωδερμικός 2. αυτός που προεξέχει («στα τροφαντά ξώσαρκα στήθια της παραπατάει ο μεσημεριάτης», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + σαρκος (< σάρκα), πρβλ. εύ σαρκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”